- κυλικείου
- κυλίκειοςof a cupmasc/fem/neut gen sgκυλικεῖονsideboardneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φάιχτμαϊρ, Γιόζεφ Άντον — (Feichtmayr, Λιντς 1696 – Μιμνενχάουζεν 1770). Αυστριακός γλύπτης και χαράκτης. Ήταν ο αρχιμάστορας ενός εργαστηρίου, από το οποίο βγήκαν υπέροχα μαρμάρινα και ξύλινα γλυπτά για να στολίσουν εκκλησίες και μοναστήρια της χώρας. Δούλεψε στα ξύλινα… … Dictionary of Greek
εκμεταλλευτής — ο θηλ. εύτρια 1. αυτός που εκμεταλλεύεται κερδοφόρα πηγή: Είναι ο εκμεταλλευτής του κυλικείου. 2. μτφ., αυτός που επωφελείται από την ανάγκη των άλλων ή από ειδικές καταστάσεις και κερδοσκοπεί: Εκμεταλλευτής της ιδεολογίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)